ανεπίσχετος

ανεπίσχετος
ἀνεπίσχετος, -ον (Α) [επέχω]
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να σταματήσει, ακατάσχετος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνεπίσχετος — not to be stopped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισχέτως — ἀνεπίσχετος not to be stopped adverbial ἀνεπίσχετος not to be stopped masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίσχετον — ἀνεπίσχετος not to be stopped masc/fem acc sg ἀνεπίσχετος not to be stopped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισχέτου — ἀνεπίσχετος not to be stopped masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισχέτῳ — ἀνεπίσχετος not to be stopped masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίσχετοι — ἀνεπίσχετος not to be stopped masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”